- βαρβαρικές επιδρομές
- Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά την άλλη χωρίς διακοπή, από τότε που οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί κινήθηκαν από τις ασιατικές τους έδρες κατακλύζοντας τα μεσογειακά εδάφη, τα οποία κατοικούσαν λαοί πολύ πιο προηγμένοι από αυτούς (1800-1100 π.Χ.). Οι μετακινήσεις αυτές σταμάτησαν μόνο μεταξύ 4ου και 6ου αι. μ.Χ., όταν οι λαοί αυτοί εγκαταστάθηκαν τελικά στα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, σε συνδυασμό με τα λατινικά και ελληνικά στοιχεία, δημιούργησαν την πολύπλοκη εθνική σύνθεση της νέας Ευρώπης. Έτσι, οι β.ε. άρχισαν να απασχολούν από πολύ νωρίς τον ρωμαϊκό κόσμο και γενικά τον κλασικό κόσμο, μολονότι ο τελευταίος –αν και είχε εγκατασταθεί κυρίως σε παραλιακές περιοχές– δεν είχε συγκρούσεις σε μεγάλη κλίμακα με τους λαούς αυτούς. Οι πρώτες, πραγματικά επικίνδυνες για τον ρωμαϊκό και τον ελληνικό κόσμο, β.ε. ήταν η επιδρομή των Κελτών τον 4ο αι. π.Χ. (που κατέστρεψαν τη Ρώμη, λεηλάτησαν το ιερό των Δελφών για να καταλήξουν στη Μικρά Ασία και στη Βοημία) και η επιδρομή των Κίμβρων και των Τευτόνων τρεις αιώνες αργότερα, που τους αναχαίτισε ο ύπατος Μάριος (102 π.Χ.). Παρότι οι εκστρατείες του Καίσαρα εναντίον των Γαλατών και οι οχυρώσεις των συνόρων (limes) στη γραμμή Δούναβη-Ρήνου σταμάτησαν γρήγορα την προώθηση των βαρβάρων, επιτρέποντας τη δημιουργία και την ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, οι βάρβαροι ωστόσο εγκαταστάθηκαν στην αριστερή όχθη του Ρήνου και του Δούναβη, όπως και σε ορισμένες βόρειες περιοχές της Γαλατίας, δημιουργώντας έτσι ένα ανυπέρβλητο φράγμα στην εξάπλωση της Ρώμης. Η πίεσή τους, με τη μετακίνηση νέων ασιατικών κυμάτων, όλο και μεγάλωνε με τον καιρό, ενώ ταυτόχρονα εξασθενούσε η στρατιωτική δύναμη της Ρώμης, που η φύλαξη των μακρών συνόρων της απαιτούσε πολυάριθμους στρατιώτες και ανάγκαζε τους αυτοκράτορες να δέχονται χιλιάδες ξένους στον στρατό και να τους παραχωρούν εδάφη κατά μήκος των συνόρων για να εμποδίζουν την προέλαση άλλων βαρβαρικών λαών. Έτσι, τις εισβολές και τις συγκρούσεις διαδέχτηκε μια αργή αλλά σταθερή διείσδυση των βαρβάρων στη ρωμαϊκή κοινωνία, που μέσα σε τρεις αιώνες τους εγκατέστησε σε όλους τους τομείς της ρωμαϊκής ζωής: ο ηγέτης Μαξιμίνος (235 μ.Χ.) έγινε αυτοκράτορας· στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρίσκονταν βάρβαροι σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες· στην εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (τέλος 4ου αι.) ο στρατός απαρτιζόταν σχεδόν στο σύνολό του από βαρβάρους υπερασπίζοντας τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά, από μια ορισμένη στιγμή, η αργή και αδιάκοπη διείσδυση δεν ικανοποιούσε πια τους βαρβάρους, που η ανάγκη να αποκτήσουν νέα εδάφη και να αποφύγουν νέους επιδρομείς τούς ωθούσε αδιάκοπα προς τη Δύση. Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις με τους ένοπλους επιδρομείς, πρώτα με την κάθοδο των Κουάδων και των Μαρκομάνων, που τους σταμάτησε στην Πανονία ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.), με την είσοδο στη Γαλατία των Φράγκων, των Βουργουνδίων και των Βανδάλων (256 μ.Χ.) ύστερα, και τέλος με την απόπειρα των Γότθων να εισβάλουν στην Ιταλία, τους οποίους ανέκοψαν οι αυτοκράτορες Αυρηλιανός (272 μ.Χ.) και Πρόβος ο Γοτθικός (280 μ.Χ.) και τους απώθησαν προς τη Δακία, όπου εγκαταστάθηκαν αργότερα με την έγκριση των αυτοκρατόρων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
Από το τέλος του 4ου αι. μ.Χ., όταν η αυτοκρατορία είχε μόλις διαιρεθεί σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, από τον Θεοδόσιο (395), άρχισαν αλλεπάλληλες β.ε. τόσο συχνές και ισχυρές, που μέσα σχεδόν σε 80 χρόνια προκάλεσαν το τέλος της δυτικής αυτοκρατορίας.
Το 395 μ.Χ., οι Βησιγότθοι (δυτικοί Γότθοι) που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Ιλλυρικό, εισέβαλαν στη Μακεδονία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το 401, ύστερα από παρότρυνση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αρκαδίου, εισέβαλαν στην Ιταλία, λεηλάτησαν την Ακυληία, διέσχισαν την κοιλάδα του Πάδου και κατευθύνθηκαν στη Γαλατία εναντίον του Στηλίχωνα. Παρότι νικήθηκαν στο Πολέντσο και στο Φιέζολε και αναγκάστηκαν να κατευθυνθούν στην Ισπανία (406), κατέκλυσαν και πάλι την Ιταλία, φτάνοντας μέχρι τη Ρώμη, που τη λεηλάτησαν για τρεις ημέρες (410) για να εκδικηθούν τον Ονώριο επειδή δεν δέχτηκε τους όρους τους. Η λεηλασία αυτή της Ρώμης του 410, που επαναλάμβανε έπειτα από 800 χρόνια την επιχείρηση των Κελτών (Γαλατών), έκανε μεγάλη εντύπωση σε όσους την έζησαν, γιατί αισθάνθηκαν πραγματικά το τέλος μιας μεγάλης δύναμης.
Στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. μ.Χ., Αλανοί, Σουηβοί και Βάνδαλοι, αφού εισέβαλαν και ερήμωσαν τη Γαλατία, πέρασαν στην Ισπανία και στην Αφρική, όπου ίδρυσαν δυο βασίλεια. Ο μογγολικός λαός των Ούννων, που ξεκίνησε από το κέντρο της Ασίας, εγκαταστάθηκε στις παραδουνάβιες περιοχές γύρω στο 450· αργότερα διάβηκε τον Ρήνο, ξεχύθηκε στη Γαλατία και στην Ιταλία, όπου κατέστρεψε πολλές πόλεις της περιοχής του Βένετο, ανάμεσα στις οποίες την Ακυληία, και αναχαιτίστηκε μόνο από την πανώλη και τον λιμό (451). Το 476, ο Οδόακρος, στρατηγός βαρβαρικών συμμαχικών στρατευμάτων, εκθρόνισε τον αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο χωρίς να τον αντικαταστήσει με άλλον, καταλύοντας έτσι τη δυτική αυτοκρατορία και ιδρύοντας ένα βαρβαρικό βασίλειο στην Ιταλία.
Ο Θεοδώριχος, βασιλιάς των Οστρογότθων, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου τον έστειλε να ανακαταλάβει τη Ρώμη, οδήγησε μαζί του όλο τον λαό του και συνέχισε το βασίλειο του Οδόακρου. Στις αρχές του 6ου αι., οι μεταναστεύσεις των βαρβαρικών λαών δημιούργησαν μια νέα τάξη πραγμάτων στη δυτική αυτοκρατορία. Η Γαλατία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Αφρική έγιναν τέσσερα βασίλεια που ονομάστηκαν ρωμαιοβαρβαρικά, επειδή προήλθαν από τη συγχώνευση της πολιτικής, εθνικής και πολιτιστικής παράδοσης της Ρώμης με τα συστατικά στοιχεία των νέων λαών.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς τις β.ε. ως έναν κόσμο εντελώς αποκομμένο από τη ρωμαϊκή κοινωνία, από εθνική και πολιτιστική άποψη. Η ρωμαϊκή κατάκτηση εδαφών που κατοικούσαν οι Κέλτες (κοιλάδα του Πάδου, Γαλατία κλπ.) είχε δημιουργήσει στην κεντρική Ευρώπη μια κελτολατινική ενότητα, που ήδη από τον 1o αι. είχε αρχίσει να παίζει μεσολαβητικό ρόλο μέσα στην πιο πρωτόγονη κοινωνία των γερμανικών λαών. Οι διεισδύσεις στη ρωμαϊκή κοινωνία από τον 1o έως τον 4o αι. και η στρατολόγηση βαρβάρων στον ρωμαϊκό στρατό είχαν δημιουργήσει τέτοιους δεσμούς ανάμεσα στους βαρβαρικούς λαούς και στη Ρώμη, ώστε οι β.ε. –ανεξάρτητα από τα αίτια που τις προκάλεσαν– συνοδεύτηκαν πάντα από ένα αίσθημα θαυμασμού προς τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από μέρους των επιδρομέων και από την επιθυμία των τελευταίων να γίνουν ζωντανό τμήμα μιας τόσο τέλειας κοινωνίας.
Οι β.ε. δεν ήταν ασφαλώς η μόνη αιτία της πτώσης του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Η εσωτερική αναρχία, οι κοινωνικές αναστατώσεις και το οικονομικό αδιέξοδο, που διαδέχτηκαν την περίοδο των κατακτήσεων, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για τα σχέδια των κατακτητών. Αντίθετα, το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, κυρίως χάρη στην οργάνωσή του, στη διπλωματικότητα των πολιτικών του και στη ζωτικότητα των πληθυσμών του, κατόρθωσε να αποκρούσει τις διάφορες β.ε. και να επιζήσει για χίλια ακόμη χρόνια.
Ρωμαίοι στρατιώτες υπερασπίζουν φρούριο από επίθεση Δακών (Στήλη Τραϊανού, Ρώμη· φωτ. Sef).
«Μάχη Ρωμαίων και βαρβάρων», τμήμα από ανάγλυφο του Μπερτόλντο (15ος αι.).
Dictionary of Greek. 2013.